- δορίπονον
- δορίπονοςtoiling with the spearmasc/fem acc sgδορίπονοςtoiling with the spearneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δορίπονος — δορίπονος, ον (Α) 1. αυτός που αγωνίζεται στη μάχη, πολεμικός («πόλιν δορίπονον», Αισχ.) 2. «δορίπονα κακά» συμφορές από τον πόλεμο, Αισχ.) 3. «δορίπονος ἀσπίς» η ασπίδα που τη χτυπούν τα δόρατα (Ευρ.) … Dictionary of Greek